- συλοδικείο
- το, Νδικαστικό, διοικητικό ή μικτό όργανο αρμόδιο να κρίνει το κύρος τών λειών που έγιναν, δικαστήριο λειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + -δικείο (< -δίκης < δίκη), πρβλ. ειρηνοδικείο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.